δοχειάριος

δοχειάριος
και δοχιάριος και δοχειάρης, ο (Μ δοχειάριος, διοχιάρις, δοχειάρης)
μοναχός αποθηκάριος τών τροφίμων του μοναστηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοχείον + (παραγ. κατάλ.) -άριος, -άρης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δοχειαριτικός — ή, όν [δοχειάριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δοχειάριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”